Περὶ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

 

«Καὶ ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ὀκτὼ μέρες γιὰ νὰ γίνει ἡ περιτομή τοῦ παιδιοῦ, ὀνομάστηκε Ἰησοῦς, ὅπως εἶχε ἤδη ὀνομαστεῖ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, πρὶν ἀκόμη συλληφθεῖ στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του» (Λουκᾶς 2:21).

«Χριστοῦ περιτμηθέντος, ἐτμήθη νόμος. Καὶ τοῦ νόμου τμηθέντος, εἰσήχθη χάρις»

1. Προοίμιο: Ἡ 1η Ἰανουαρίου εἶναι ἡ Δεσποτικὴ Γιορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γιορτάζει ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔγινε ὀκτὼ μέρες μετὰ τὴν κατὰ σάρκα γέννησή του καὶ κατὰ τὸ ὁποῖο πῆρε τὸ ὄνομά του Ἰησοῦς (=Σωτήρας). Ἡ Γιορτὴ αὐτὴ συνδέει τὴν Δεσποτικὴ Γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, δήλ. τῶν Γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ (25 Δεκεμβρίου), μὲ τὴν Δεσποτικὴ Γιορτὴ τῶν Θεοφανείων ἢ Φώτων, δήλ. τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ (6 Ἰανουαρίου), καὶ ἀποτελεῖ μαζί τους τὴν λεγόμενη ἑορταστική περίοδο τοῦ Δωδεκαημέρου.

Ἀρχικὰ, οἱ τρεῖς αὐτὲς Δεσποτικὲς Γιορτὲς τοῦ Δωδεκαημέρου συμπεριλαμβάνονταν σὲ μία καὶ ἀρχαία γιορτή, τὴν Γιορτὴ τῶν Θεοφανείων (6 Ἰανουαρίου), τῆς ὁποίας κεντρικὸ θέμα ἦταν ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἡμερομηνίας 6 Ἰανουαρίου γιὰ τὴν Γιορτὴ αὐτὴ φαίνεται ὅτι ὀφειλόταν, στὸ ὅτι ἦταν ἤδη ἡμέρα γιορτῆς στὸ παλαιὸ ρωμαϊκὸ ἡμερολόγιο, ὡς ἡμέρα τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου (ἴσης ἡμέρας καὶ νύχτας), ἀπὸ τὴν ὁποία ἄρχιζε νὰ μεγαλώνει ἡ ἡμέρα καὶ νὰ μικραίνει ἡ νύχτα.

Οἱ ρωμαῖοι εἰδωλολάτρες γιόρταζαν τὰ γενέθλια τοῦ ἀήττητου ὁρατοῦ ἡλίου, ὡς τοῦ θεοῦ τοῦ φωτὸς ποὺ στηρίζει τὴν φυσικὴ ζωὴ στὸν κόσμο. Οἱ Χριστιανοὶ ἀντιμετώπισαν αὐτὴν τὴν πρόσκληση, γιορτάζοντας τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο καὶ προβάλλοντας τὸν Χριστὸ σὰν τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ποὺ μεταδίδει τὸ ἄκτιστο θεῖο Φῶς τοῦ ἑνὸς Θεοῦ «ἐν Τριάδι» καὶ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο. Ἀργότερα, ἐπικράτησε ἡ 25η Δεκεμβρίου ὡς ἡ ἡμέρα τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου καὶ τῆς γιορτῆς τῶν γενεθλίων τοῦ ὁρατοῦ ἡλἰου. Ἡ ἀπάντηση τῶν χριστιανῶν στὴ νέα αὐτὴ εἰδωλολατρικὴ πρόκληση ἦταν ἡ μεταφορὰ τῆς Γιορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν ἡμερομηνία αὐτή,[1] ἐνῶ ἡ 6η Ἰανουαρίου παρέμεινε πλέον ὡς ἡ Γιορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Γιορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ ἀκολούθησε λογικὰ τὴν Γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὀκτὼ μέρες μετά.

Ὁ Λόγος περὶ τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης (660-740), γνωστοῦ ἀπὸ τὸ ὑμνολογικὸ καὶ κηρυγματικὸ ἔργο του ποὺ ἀκολουθεῖ, μᾶς ἐξηγεῖ τὴν ἰδιαίτερη σημασία τῆς Δεσποτικῆς αὐτῆς Γιορτῆς, ἡ ὁποία ἐντάσσεται μέσα στὸ ὅλο ἔργο τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας μας, ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ ἐνσαρκωθεῖς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος καὶ Λυτρωτής μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπειδὴ ὁ Λόγος αὐτὸς εἶναι ἐννοιολογικὰ πάρα πολὺ πυκνός, τὸν παρουσιάζουμε ἀναλυτικότερα καὶ ἐπεξηγηματικὰ στὴν παροῦσα μεταγλώττιση.

*****

2. Οἱ Δεσποτικὲς Γιορτὲς καὶ τὰ Γεγονότα τοῦ Βίου τοῦ Χριστοῦ: Ἀρχίζει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας μὲ τὴν ἐπισήμανση ὅτι «εἶναι καλὸ καὶ θεάρεστο νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ γιορτάζουμε γιὰ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Σωτήρας μας Χριστὸς, γιατί τὰ ἔκανε σὰν Θεάνθρωπος καὶ ὄχι σὰν ἁπλὸς ἄνθρωπος». Ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Χριστός, λέει ὁ ἅγιος, «ἀποτελοῦν ἐκπληκτικὰ θαύματα, γιατί ἔχουν θεανθρωπικὴ βάση καὶ θεανθρωπικὸ χαρακτήρα. Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ μοναδικὰ καὶ σωτήρια. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν τὰ γεγονότα αὐτὰ νὰ ἤσαν διαφορετικά! Γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς, ποὺ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος ἀληθινός». Τὰ ἔκανε αὐτὰ, γιατί ἤθελε «νὰ φανερωθεῖ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἀποξενωθεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸν ἀγνοοῦσαν καὶ νὰ ὑπομείνει σὰν ἄνθρωπος ἀληθινὸς ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, ὥστε νὰ ἐκτελέσει ὅλα τὰ παραγγέλματα τοῦ θείου νόμου ποὺ εἶχαν δοθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ δώσει ἀντὶ γιὰ αὐτὰ ἄλλα καλλίτερα καὶ τελειότερα (ἀντιδώσειεν)».

Τὸ ρῆμα «ἀντιδίδω», ποὺ χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης, χαρακτηρίζει ὅλο τὸ ἔργο (τὴν κατὰ σάρκα οἰκονομία) τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι μία σωτήρια ἀντίδοση. Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του, πῆρε ὁ Θεὸς ὅλα ὅσα ἔχουμε καὶ τὰ ἀντάλλαξε ὅλα μὲ ἄλλα δικά του, ποὺ εἶναι γεμάτα μὲ χάρη καὶ ἀλήθεια.

Τὸ ἤθελε καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ἀπὸ φιλανθρωπία, γιατί ἔτσι μόνο θὰ ἀποκαθιστοῦσε τὸν ἄνθρωπο στὴν πραγματικὴ καὶ φυσική του κατάσταση, ὅπως τὸν εἶχε ἀρχικὰ πλάσει ὁ ἴδιος ὡς Θεὸς ἀληθινός. Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ ἦταν τὸ ἀντίδοτο τοῦ Θεοῦ στὴν ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸν ἔκανε τὸν ἄνθρωπο νὰ χάσει τὸ δρόμο του καὶ νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεὸς, γιὰ νὰ θεοποιήσει τοὺς ἀνθρώπους με τὴν θεανθρώπινη ὑπόστασή του.

*****

3. Ἡ Δεσποτικὴ Γιορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ: Ἡ περιτομὴ ποὺ ὑπέστη ὁ Χριστὸς ὀκτὼ μέρες μετὰ τὴν κατὰ σάρκα γέννησή του καὶ τὴν ἄσπορη προέλευσή του ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία φανερώνει αὐτὴν τὴν ἀντίδοση, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονὸς μὲ ἰδιαίτερη γιορτὴ, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ πραγματικά, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, «μέγιστο θαῦμα». Γιατί; Γιατί μὲ αὐτὸ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς «ὄχι μόνον ἐκπλήρωσε τὸν νόμο ἀλλὰ καὶ φανέρωσε ταυτόχρονα καὶ τὴν ὑπέρβασή του, ἀποκαλύπτοντας τὶς πραγματικὲς διαστάσεις τῆς σωτηρίας μας». Στὸν Λόγο του αὐτόν, μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης μὲ ἕνα τρόπο συνοπτικὸ αὐτὲς τὶς διαστάσεις τῆς σωτηρίας, πού μᾶς προσφέρει ὁ ἐνσαρκωμένος Θεός.

*****

4. Τί Σημαίνει ἡ Περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ: Ἄνθρωπος Ἀληθινὸς ἂν καὶ Θεὸς Ἀληθινός. Μὲ τὸ νὰ ὑποστεῖ τὴν περιτομὴ καὶ νὰ πάρει ἕνα συγκεκριμένο ἀνθρώπινο ὄνομα, σύμφωνα μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο γεννήθηκε, ἀπόδειξε ὁ Χριστὸς ὅτι ἦταν πραγματικὸς ἄνθρωπος, ἂν καὶ προϋπῆρχε ὡς ἀληθινὸς Θεός, ἄπειρος καὶ ἀσύγκριτος ὅπως ἦταν πάντοτε.

Ἔγινε ἄνθρωπος μέσα σὲ ἕνα συγκεκριμένο χῶρο-χρονικὸ καὶ θρησκευτικὸ ἀνθρωπολογικὸ πλαίσιο καὶ ἀκολούθησε τὴν πορεία καὶ τὶς προδιαγραφὲς τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τῆς σχέσης της μὲ τὸν Δημιουργό της Θεό. Η περιτομή του, λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, «φανερώνει ὅτι δὲν εἶναι πλέον μόνον Υἱὸς Θεοῦ ἀλλὰ καὶ Υἱὸς τῆς Παρθένου.

Εἶναι καὶ παραμένει Υἱὸς Θεοῦ κατὰ κυριολεξία, ὅπως καὶ ὁ Πατὴρ εἶναι Πατὴρ κατὰ κυριολεξία, ἐπειδὴ γεννάει τὸν Υἱό, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι Πνεῦμα κατὰ κυριολεξία, ἐπειδὴ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ἔτσι τὰ τρία αὐτὰ θεία πρόσωπα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἕνας Θεός καὶ ὑπάρχει σ’ αὐτὰ ἡ (μία) θεότητα». Ὁ Χριστὸς, ὅμως, «εἶναι καὶ Υἱὸς τῆς Παρθένου καὶ ἀκριβῶς γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο εἶναι καὶ καταληπτὸς καὶ προσιτὸς σέ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους».

Ἡ ἐνανθρώπησίς του δὲν σημαίνει ὅτι ἔπαψε νὰ εἶναι Θεός. Σημαίνει μᾶλλον, ὅτι «ἔγινε καὶ ἄνθρωπός μας, αὐθεντικός, ἀληθινός, τέλειος ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον μποροῦμε τώρα νὰ πλησιάζουμε μὲ θάρρος, ὄχι μόνον σὰν Δεσπότη καὶ Κτίστη ἀλλὰ καὶ Σωτήρα μας, γιατί εἶναι ἕνα μαζί μας. Πήρε τὴν φύση μας, ἀκολούθησε τὴν ἀληθινὴ πορεία της καὶ τὴν ὁδήγησε στὴν τελείωσή της.

Καὶ τώρα μᾶς τὴν προσφέρει σὰν ἀνταλλαγὴ καὶ ἀντίδοτο γιὰ νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς ἄνθρωποι ἀληθινοί, αὐθεντικοὶ καὶ τέλειοι ὅπως εἶναι ἐκεῖνος». Ἔτσι ἀκριβῶς τὸν παρουσιάζει ὁ Λουκᾶς στὴν εὐαγγελικὴ ἀφήγησή του, τὴν ὁποία ἀναφέρει ρητὰ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, γιατί θέλει νὰ δείξει αὐτὸ τὸ θεανθρώπινο θαῦμα ποὺ παρουσιάζει ὁ Χριστός, δήλ. τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ.

*****

5. Ἡ Γέννηση καὶ ἡ Περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ στὸ κατὰ Λουκά Εὐαγγέλιο: «Καὶ συνέβη ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν ἀγγέλων στοὺς οὐρανούς, νὰ ποῦν οἱ ἄνθρωποι, δήλ. οἱ ποιμένες, μεταξύ τους, ἂς πᾶμε μέχρι τὴν Βηθλεὲμ γιὰ νὰ δοῦμε τί εἶναι αὐτὸ τὸ γεγονὸς, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀκούσαμε καὶ τὸ ὁποῖο μᾶς γνωστοποίησε ὁ Κύριος. Ἔσπευσαν, λοιπὸν, καὶ ἦρθαν καὶ βρῆκαν τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσήφ καὶ τὸ βρέφος, ποὺ βρισκόταν μέσα στὴν φάτνη.

Βλέποντάς το, λοιπόν, κατάλαβαν τὴ σημασία ποὺ εἶχαν τὰ λόγια ποὺ τοὺς εἰπώθηκαν σχετικὰ μὲ τὸ παιδὶ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ ἄκουσαν ἔμειναν ἔκθαμβοι, ἀπὸ ὅσα τοὺς ἀνακοίνωσαν οἱ ποιμένες. Ἡ Μαριὰμ ὅμως συγκρατοῦσε τὰ λόγια αὐτὰ μέσα της, γιατί τὰ εἶχε βάλλει βαθιὰ στὴν καρδιά της. Γύρισαν λοιπὸν οἱ ποιμένες στὸν τόπο τους, δοξάζοντας καὶ ὑμνολογώντας τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα ἄκουσαν καὶ εἶδαν, ὅπως τοὺς εἶχε εἰπωθεῖ ἀπὸ πρίν. Καὶ ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ὀκτὼ μέρες γιὰ νὰ γίνει ἡ περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ, ὀνομάστηκε Ἰησοῦς, ὅπως εἶχε ἤδη ὀνομαστεῖ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, πρὶν ἀκόμη συλληφθεῖ στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του»![2]

*****

6. Ἡ Μεγάλη Σημασία τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀφήγησης τοῦ Λουκᾶ: «Εἶναι μεγάλος ὁ Λουκᾶς», λέει ὁ ἅγιος πατήρ, «γιατί μᾶς ἐξηγεῖ τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ μυστήρια ποὺ συνδέονται μὲ τὸ πρόσωπο, τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ»! Σὲ τελευταία ἀνάλυση, βέβαια, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας λέει μὲ βάση τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, ὅτι «τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μιλάει μὲ καύχηση γι’ αὐτὸ, ὅταν γράφει «κατὰ τὸ Εὐαγγέλιό μου» στὶς ἐπιστολές του».[3]

«Ἂν δὲν εἴχαμε αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο», λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, «τότε δὲν θὰ γνωρίζαμε ὅτι ἡ Παρθένος εὐαγγελίστηκε», δηλαδὴ ἔμαθε τὰ ἐκπληκτικὰ νέα γιὰ τὴν πραγματικὴ ταυτότητα τοῦ υἱοῦ της•[4] «ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ μεγαλύτερος τῶν προφητῶν, γεννήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστὸ, γιὰ νὰ γίνει πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ» σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου•[5] «ὅτι ὁ Σωτήρας μας Χριστὸς πολιτογραφήθηκε σὰν ἄνθρωπος» μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του καὶ τὸν Ἰωσὴφ, ποὺ πιστοποίησαν τὴν γέννησή του•[6] «ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὲ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ»•[7] «ὅτι οἱ ποιμένες, ποὺ βρίσκονταν στὴν συγκεκριμένη ἐκείνη περιοχὴ, ἐπίσης εὐαγγελίστηκαν, δήλ. πληροφορήθηκαν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἐνανθρώπησης» καὶ ἔγιναν οἱ πρῶτοι αὐτόπτες μάρτυρές του•[8] «ὅτι ὁ ὕμνος», ποὺ ἀποδίδει τὸ κύριο γνώρισμα τῶν Χριστουγέννων, «τὸ Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, πρωτο-εἰπώθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους»•[9] «ὅτι ἡ εἰρήνη αὐτὴ διαδηλώθηκε μὲ τὴν ἀπογραφὴ ποὺ ἔγινε κατὰ διαταγὴ τοῦ Αὐγούστου»•[10] «ὅτι ὁ ἀρχιερέας Συμεὼν διακήρυξε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι ἡ προφήτιδα Ἄννα τὸ ὁμολόγησε καὶ ἐπιβεβαίωσε τὴν σημασία του (ἀνθωμολογήσατο)»•[11] «ὅτι ὁ Χριστὸς, ὡς ἄνθρωπος συγκεκριμένος, ἕλκυε τὴν καταγωγὴ του μέσω τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ μνήστωρος τῆς παρθένου Μαρίας, λόγω συγγένειας ἐξ ἀγχιστείας ἀπὸ τὸν Δαυὶδ καὶ τελικὰ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό»•[12]

Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ «τὰ περισσότερα γεγονότα, μέχρι καὶ ἐκεῖνα τοῦ πάθους, ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ἡρώδη καὶ στὸν Πιλάτο, στοὺς δυὸ ληστές, καὶ τὰ ἄλλα ποὺ δὲν ἀναφέρονται στοὺς ἄλλους Εὐαγγελιστές».

*****

7. Ἡ Περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Ὄνομα ποὺ ἔλαβε τότε: Ἡ περιτομὴ τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ δὲν δηλώνει μόνο τὴν ἀληθινὴ ἀνθρωπότητά του ἀλλὰ καὶ τὸ θεανθρώπινο πρόσωπό του. Αὐτὸ φανερώνει ἰδιαίτερα το Όνομα που δόθηκε τότε στὸν νεογέννητο Χριστὸ καὶ ἦταν προκαθορισμένο ἀπὸ τὸν Θεό.

«Ποιὸ ὄνομα», ρωτάει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ἐννοεῖ ὁ Λουκᾶς, ὅταν λέει ὅτι «ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελο πρὶν συλληφθεῖ στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του»;[13] «Ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής», λέει ὁ ἅγιος πατήρ, «τὸ ἐξηγεῖ αὐτὸ, παρουσιάζοντας τὸν ἄγγελο νὰ λέει στὴν Μαρία: «Θὰ γεννήσεις υἱὸ καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτὸς θὰ εἶναι μέγας, καὶ θὰ ἀποκληθεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου».[14]

Τὸ ἴδιο λέει καὶ ὁ Ματθαῖος, στὸ σημεῖο ποὺ ἀναφέρει γιὰ τὴν ἀπιστία τοῦ Ἰωσὴφ καὶ γιὰ τὸ πῶς πείστηκε μὲ τὸ ἀγγελικὸ ὅραμα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο του: «Γιατί ἀφοῦ μνηστεύτηκε ἡ μητέρα του Μαρία μὲ τὸν Ἰωσήφ καὶ πρὶν συνέλθουν, βρέθηκε ἔγκυος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, ὁ ἄνδρας της, ποὺ ἦταν δίκαιος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἐκθέσει, θέλησε νὰ τὴν διώξει στὰ κρυφά.

Ἀλλὰ καθὼς διαλογιζόταν αὐτό, ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου τοῦ παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ εἶπε: Ἰωσήφ, υἱὲ τοῦ Δαυίδ, μὴ διστάσεις νὰ παραλάβεις τὴν Μαριὰμ τὴν γυναίκα σου, γιατί τὸ νεογνὸ ποὺ θὰ γεννήσει εἶναι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Θὰ γεννήσει υἱό καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, γιατί αὐτὸς θὰ σώσει τὸν λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του».[15]

Καὶ ἀμέσως μετὰ προσθέτει τὸ ἑξῆς: «Καὶ ὅλο αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ὁ λόγος τοῦ προφήτου (Ἠσαία) ποὺ ἔλεγε, Ἰδοὺ ἡ Παρθένος θὰ μείνει ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσει υἱό καὶ θὰ τὸν ἀποκαλέσουν Ἐμμανουήλ, ποὺ σημαίνει ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν».[16]

«Βλέπεις», λέει ὁ ἅγιος, «πὼς συμφωνοῦν τὰ λόγια τοῦ προφήτη καὶ τοῦ εὐαγγελιστῆ; Γιατί ἡ ἑρμηνεία τοῦ «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός» σημαίνει τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ –ὅτι δηλαδὴ ὁ Δεσπότης ἔρχεται νὰ συνοικήσει μὲ τοὺς δούλους; Τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἀγγελικὴ ρήση λέει καὶ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Διότι Ἰησοῦς σημαίνει αὐτὸν, ποὺ ἀπὸ συμπάθεια ἐργάζεται τὰ πάντα γιὰ νὰ σώσει σύμφωνα μὲ τὴν οἰκονομία».

*****

8. Τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς ὡς τὸ κύριο μήνυμα τῆς Γιορτῆς τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ: Αὐτὸ λοιπὸν πού μᾶς προσφέρει πρωταρχικὰ ἡ παροῦσα Γιορτὴ εἴναι η ἀποκάλυψη τῆς πραγματικῆς ταυτότητας τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, μᾶς δίνει τὴν βαθύτερη σημασία της, γιατί μᾶς δείχνει πὼς «ἡ μία χάρη (τῆς ἐνσάρκωσης) μᾶς παρουσιάζει μίαν ἄλλη (τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας) καὶ τὶς ἐνώνει μὲ τὴ γνώση (τοῦ Σωτήρα) φωτίζοντάς μας μὲ τὴν ἰδιαίτερη λαμπρότητα καὶ δόξα τοῦ προσώπου του».

«Ἤδη», λέει ὁ ἅγιος πατήρ, «γιορτάσαμε τὸ γεγονὸς τῆς γέννησής του καὶ ἀντιληφθήκαμε ὅτι ἦταν ἀπόρρητη καὶ ἀναγνωρίσαμε, ὅτι ἡ παρθένος μητέρα γέννησε τὸν υἱό της μὲ ἄσπορο τρόπο. Τώρα ὅμως καλούμαστε νὰ στραφοῦμε στὸν Υἱὸ ποὺ γεννήθηκε χωρὶς δισταγμὸ καὶ δειλία. Ἡ σημερινὴ Γιορτή μᾶς καλεῖ νὰ τὸν κατανοήσουμε ἀπὸ το όνομα ποὺ πῆρε γιὰ χάρη μας».

Πρόκειται γιὰ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς ποὺ σημαίνει Σωτήρας, Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν, δηλαδὴ Ἐκεῖνος ποὺ ἦρθε νὰ συμφιλιώσει, νὰ ἐξοικειώσει καὶ νὰ ἐξομοιώσει ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεὸ χαρίζοντάς μας αἰώνια σωτηρία.

«Αὐτὸ ἀκριβῶς», λέει ὁ ἅγιος, «κατανόησαν καὶ οἱ ποιμένες ποὺ πλησίασαν τὸ νεογέννητό τῆς Βηθλεὲμ, γιατί παρακινήθηκαν ἀπὸ τὰ ὅσα τοὺς ἀποκάλυψαν οἱ ἄγγελοι. Στὴν ἀρχὴ φοβήθηκαν, ἂν καὶ τοὺς καθησύχασε ὁ ἄγγελος λέγοντάς τους, Μὴ φοβάστε».[17]

Ἐκεῖνοι ὅμως φοβήθηκαν, γιατί μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἀγγέλου «δόξα Κυρίου ἔλαμψε γύρω τους» καί, ὅπως γράφει ὁ Λουκᾶς, «τοὺς κατέλαβε μεγάλος φόβος».[18] Τότε, ὅμως, ὁ ἄγγελος τοὺς φανέρωσε τὴν ταυτότητα τοῦ νεογέννητου βρέφους καὶ διέλυσε τὸν φόβο τους. «Σᾶς φέρνω καλὰ νέα μεγάλης χαρᾶς, ποὺ θὰ λάβει ὅλος ὁ λαός, γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαυὶδ γεννήθηκε ὁ Σωτήρας σας, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται Χριστὸς Κύριος».[19]

*****

9. Ἡ δύναμη ποὺ ἔχει τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς: Τὴν δύναμη τοῦ Ὀνόματος Ἰησοῦς, ποὺ πῆρε ὁ Χριστὸς στὴν περιτομὴ του, τονίζει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας μὲ ἕνα διάλογο, τὸν ὁποῖον κάνει μὲ τὸν ἄγγελο τοῦ Εὐαγγελίου! «Τί λὲς ἄγγελε; Ἔχει τέτοια δύναμη τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς; Ναὶ (λέει αὐτός). Διότι τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς σημαίνει τὸν Σωτήρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς Κύριος, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἐξουσιαστὴς καὶ ἐλεήμων. Γι’ αὐτὸ καὶ παράγγειλα στοὺς ποιμένες νὰ ἔχουν θάρρος καὶ στὸν Ἰωσὴφ νὰ τοῦ δώσει τὸ Ὄνομα τὴν Ὄγδοη Ἡμέρα καὶ ἔτσι τὸν ἔκανα νὰ φαίνεται προσιτὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Πῆρα ἀπὸ τὸ νεογέννητο τὴν ἐντολὴ νὰ τὸ παρουσιάσω μὲ τὰ κατάλληλα λόγια. Οὔτε καὶ ὁ Ἰωσὴφ θὰ συμπαραστεκόταν ἄφοβα καὶ μὲ λαχτάρα στὴν μητέρα τοῦ βρέφους, ἂν δὲν τοῦ ἔδινα τὴν ἐντολὴ νὰ προσέξει σὰν ἄνδρας τὴν γυναίκα του. Παρόμοια ἔκανα καὶ στὴν περίπτωση τῶν ποιμένων.

Τοὺς ἔκανα νὰ τρέξουν σὲ ἐκεῖνον σὰν σὲ Δεσπότη καὶ Εὐεργέτη καὶ Κύριο, καὶ τοὺς ἔπεισα νὰ τὸν δοξάσουν καὶ νὰ τὸν πλησιάσουν σὰν τὸν Ἰησού, ποὺ ὑπέστη περιτομὴ τὴν Ὄγδοη Ἡμέρα καὶ εὐαρεστήθηκε να λάβει τοῦτο τὸ Ὄνομα. Ἔτσι λοιπόν, βλέποντας τὸν νὰ ἔχει συνταυτισθεῖ μαζί σας φυσικὰ καὶ οὐσιαστικὰ, πρέπει νὰ τολμῆστε νὰ τὸν πλησιάσετε ἀνενδοίαστα.

Καὶ ἐπειδὴ ἀντιλαμβανόσαστε τὸ μέγεθος τῆς συγκατάβασής του πρὸς ἐσᾶς, ὀφείλετε νὰ τὸν δοξολογήσετε γιὰ τὴν χάρη αὐτῆς τῆς ἡμέρας. Εἶναι σημαντικὸ ὅτι στὸν διάλογο αὐτὸ τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς συνδέεται μὲ τὴν Ὄγδοη Ἡμέρα, τῆς ὁποίας τὴν βαθύτερη σωτηριολογικὴ σημασία ἐξηγεῖ συνοπτικὰ ἀλλὰ περιεκτικὰ ὁ ἅγιος πατὴρ, στὴν τελευταία καὶ πάρα πολὺ πυκνὴ νοηματικὰ παράγραφό του.

10. Ἡ Ὄγδοη Ἡμέρα δηλώνει μετάβαση ἀπὸ τὴν βρεφικὴ ἡλικία στὴν προσωπικὴ τελειότητα, διότι τὴν ἡμέρα αὐτή σύμφωνα μὲ τὶς ἰουδαϊκὲς θρησκευτικὲς προδιαγραφές τὸ βρέφος γίνεται παιδί, ἐνηλικιώνεται, ἀποκτᾶ συγκεκριμένο πρόσωπο.

Ὁ ἅγιος πατὴρ διαχωρίζει τὶς 7 πρῶτες ἡμέρες ἀπὸ τὴ γέννηση ἑνὸς βρέφους ἀπὸ τὴν 8η, λέγοντας ὅτι «ἡ ὀγδοάδα εἶναι συμπλήρωση τῆς ἑβδομάδας καὶ ἀρχὴ τοῦ μέλλοντος». Γιατί; Διότι σύμφωνα μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ θρησκευτικὸ πλαίσιο ἡ ὄγδοη μέρα ἀποτελεῖ σπουδαῖο ὁρόσημο γιὰ κάθε νεογέννητη ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἐφόσον συμπληρώνει τὴν βρεφικὴ ἡλικία ὡριμότητας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὁλοκλήρωσή της (τελειότητα).

Λέει τὸ ἑξῆς: «Ἡ ἑβδομάδα συμπληρώνει τὸ βρέφος καὶ ἡ ὀγδοάδα τὸ τελειοποιεῖ καὶ τὸ συμπεριλαμβάνει μεταξὺ τῶν τελείων». Καὶ πῶς γίνεται αὐτό; «Γίνεται», ὅπως λέει ὁ ἅγιος πατήρ, «μέσω τοῦ ονόματος ποὺ τοῦ δίνεται τὴν ὄγδοη μέρα».

Ἡ ὀνοματοδοσία, δηλαδή, προσφέρει στὸ βρέφος μία συγκεκριμένη προσωπικὴ ταυτότητα, τὸ κάνει ἀπὸ ἀνώνυμο νήπιο, ἐπώνυμο ἄνθρωπο. Τοῦ ἀναγνωρίζει μὲ λειτουργικὴ ἱεροπρέπεια τὸ φυσικὸ δικαίωμά του νὰ εἶναι μία συγκεκριμένη ονομαστικη (προσωπική) ὀντότητα, ἕνας ὁλοκληρωμένος, τέλειος, δήλ. τέλεια σχηματισμένος ἄνθρωπος ἀνάμεσα σὲ ἄλλους συγκεκριμένους ἀνθρώπους. Κατὰ τὴν διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, «Ἡ ὀγδοάδα εἶναι ἠ αρχὴ τῆς ἐνηλικίωσης, γιατί τὸ βρέφος ποὺ καταρτίστηκε κατὰ τὸν ἑβδομαδιαῖο χρόνο (τῆς δημιουργίας του), ἐγγράφεται (μὲ τὸ δικό του προσωπικὸ ὄνομα) στὸν κατάλογο τῶν παιδιῶν, ποὺ θὰ παρακολουθήσουν μαθήματα» καὶ θὰ μορφωθοῦν σὰν μία ἰδιαίτερη προσωπικότητα.

«Ἡ ὀγδοάδα, λοιπόν, εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὴ, γιατί ἀλλάζει ὅλα ὅσα εἶναι νηπιώδη. Ἡ ἑβδομάδα εἰσάγει τὴν (φυσική) νηπιώδη αὔξηση. Ἡ ὀγδοάδα, ὅμως, εἰσάγει τὴν προοπτική τῆς (προσωπικῆς) τελειότητας». Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ τελειότητα ἀναφέρεται ἐδῶ στὴν προσωπικὴ ταυτότητα, τὴν ὁποία ἀποκτᾶ κάθε βρέφος ποὺ ὀνοματίζεται. Γιατί ὅμως γίνεται αὐτὸ μὲ τὴν περιτομή, τὴν ὄγδοη ἡμέρα;

*****

11. Ἡ περιτομὴ τῆς ὄγδοης ἡμέρας δηλώνει μετάβαση ἀπὸ τὴν σαρκικὴ στὴν πνευματικὴ κατάσταση. Ἡ τελετουργικὴ (μυστηριακή) περιτομὴ (ἀποκοπή) ἑνὸς σωματικοῦ μορίου συνεπάγεται τὴν ἀπόρριψη μίας σαρκικῆς κατάστασης, στὴν ὁποία εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν γέννησή του, ἐνῶ ἡ ἀντικατάστασή της ἀπὸ τὴν ὀνοματοδοσία συνεπιφέρει τὴν εἴσοδο τοῦ ἀνθρώπου σὲ μία ἄλλη πνευματικὴ κατάσταση, ἡ ὁποία τὸν ὁδηγεῖ στὴν τελείωσή του. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀναφέρει τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν πατέρα του, τὸν Θάρα, γιὰ νὰ διευκρινίσει τὶς δυὸ αὐτὲς καταστάσεις.

Ὁ Θάρα ἀντιπροσωπεύει τὴν σαρκικὴ κατάσταση τῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ θεωρεῖ τὸν ὑλικὸ σαρκικὸ κόσμο μέσα στὸν ὁποῖο γεννιέται ὁ ἄνθρωπος ὡς τὸ κύριο σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὴ ζωή του, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κάνει θεό του. Ἡ ἄλλη εἶναι ἡ πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ θεωρεῖ τὸν Κτίστη τοῦ κόσμου ὡς τὸ κύριο καὶ καίριο σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καθιστὰ τὸν ἄνθρωπο μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προετοιμάζει γιὰ τὴν τελικὴ ὁλοκλήρωση καὶ τελείωσή του.

Λέει λοιπὸν ὁ ἅγιος πατήρ: «Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο ἡ φύση νὰ ζυμωθεῖ μὲ εἴδωλα ἀπὸ τὸν Θάρα τὸν πατέρα τοῦ Ἀβραάμ, ἔπρεπε νὰ ξεχωριστεῖ μὲ κάποια σφραγίδα ἕνας λαὸς ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ γιὰ τὸν Κτίστη, μέχρι τὴν παρουσία του, τὴν ὁποία χρειαζόταν ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀνακαινισθεῖ. Ἡ περιτομὴ ἀποβάλλει ἕνα ὑπόλειμμα τῆς σάρκας καὶ δίνει τὴν σφραγίδα τῆς ὀγδοάδας, ποὺ ἀναφέρεται στὰ μέλλοντα.»

*****

12. Ἡ ἀντικατάσταση τῆς ὀγδοήμερης περιτομῆς μὲ τὸ ἱερὸ βάπτισμα καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ, ποὺ χάρισε στὸν ἄνθρωπο ἡ ὀκταήμερη ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ἡ ὀγδοάδα καὶ τὰ μέλλοντα ἀναφέρονται στὴν ἔλευση (ἐνσάρκωση) τοῦ Κτίστη, ποὺ σηματοδοτεῖ καὶ τὴν τελικὴ φάση τῆς ἀποκατάστασης καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του, δήλ. τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος πατήρ, «Ἡ περιτομὴ δηλώνει ὅτι ἡ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ παραγκωνίσει καὶ θὰ ἀντικαταστήσει τὴν περιτομὴ τῆς σαρκὸς, μὲ τὴν ἀναγέννηση ποὺ χορηγεῖται ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (διὰ τοῦ Βαπτίσματος).

Ἡ σφραγίδα τῆς περιτομῆς δόθηκε γιὰ νὰ προσδιορίσει ἕνα λαὸ τοῦ Θεοῦ (τὸν Ἰσραηλιτικό), ἐξ αἰτίας τῆς εἰδωλολατρίας καὶ γιὰ τὴν κατάλυση τῶν εἰδώλων. Μετά, ὅμως, ἀπὸ τὴν κατάργηση τῶν εἰδώλων καταργεῖται καὶ ἡ περιτομή».

Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Χριστός, ὅπως ἐξηγεῖ περαιτέρω ὁ ἅγιος πατήρ: μᾶς χάρισε τὴν ὄγδοη ἡμέρα (τῆς ἀναστάσεως) καὶ τὴν αἰώνια διαθήκη (νομοθεσία) τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἀντικαθιστώντας τὶς προηγούμενες 7 διαθῆκες του, οἱ ὁποῖες ἤσαν προπαρασκευαστικὰ σύμβολα. Ὅπως τὸ λέει ρητά, «Τὰ παλαιὰ ἤσαν σύμβολα τῶν νέων». Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὰ «τὰ παλαιά»; Εἶναι 7 νομοθεσίες (δήλ. διαθῆκες), ποὺ συνδέονται μὲ τοὺς ἑξῆς νομοθέτες: 1) τὸν Ἀδάμ, 2) τὸν Νῶε, 3) τὸν Ἀβραάμ, 4) τὸν Μωυσῆ, 5) τὸν Δαυίδ, 6) τὸν Ἔσδρα, καὶ 7) τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή. «Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ὄγδοος νομοθέτης μετὰ τὸν Ἀδάμ» ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν τελευταία μετάθεση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς κατὰ καιροὺς νομοθεσίες στὴν τελευταία καὶ τέλεια, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἰδοὺ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου πατρός: «Ὁ Ἀδὰμ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ δέχτηκε ἕνα νόμο. Ὁ Νῶε ἦταν ὁ δεύτερος καὶ ὁ Ἀβραὰμ ὁ τρίτος. Ὁ Μωυσῆς ἦταν τέταρτος καὶ ὁ Δαυὶδ πέμπτος, γιατί ἔγινε νομοθέτης στὶς δοξολογίες γιὰ τοὺς βασιλεῖς καὶ τὶς σκηνοπηγίες.

Ὁ Ἔσδρας ἦταν ἕκτος, γιατί δευτέρωσε τὸν νόμο καὶ παράδωσε ὁρισμένα ἔθιμα. Ἔπειτα φανερώθηκε ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ὡς ἕβδομος, γιατί κήρυξε τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας στὸν λαὸ καὶ τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν μέσω τοῦ ὕδατος.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ὄγδοος, τελευταῖος καὶ μέγιστος νομοθέτης, ὅπως λέει ὁ Μωυσῆς: «Κύριος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει ἀνάμεσά σας ἕνα Προφήτη ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας σὰν ἐμένα καὶ σ’ Αὐτὸν θὰ ὑπακούσετε, γιατί ὅποια ψυχὴ δὲν ὑπακούσει σ’ ἐκεῖνον τὸν Προφήτη θὰ ἐξολοθρευτεῖ».[20]

«Μόνον αὐτὸς εἶναι δυνατὸς νὰ ἐκπληρώσει ὅσα νομοθετήθηκαν μέσω ἐμοῦ, γιατί προῆλθαν ἀπὸ αὐτόν καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι πλήρως χρισμένος μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ θὰ νομοθετήσει ὅσα εἶναι θεία καὶ πνευματικὰ (νοερά) σὰν Κύριος καὶ Δημιουργὸς, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ ἐσᾶς (κατὰ σάρκα)».

Ὁ Χριστὸς σὰν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἔχει «σαββατίσει» (ἐκπληρώσει καὶ καταργήσει) ὅλα ὅσα λέει ὁ ἀρχαῖος νόμος μὲ τὴν σάρκα του. Μὲ τὴν ὄγδοη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς του ἔγινε νομοθέτης ὄλου τοῦ κόσμου, ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐθνῶν, προσφέρει σὲ ὅλους χωρὶς διάκριση τὸ χρίσμα καὶ τὴν τελείωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοὺς ἀποκαλεῖ μὲ τὸ δικό του ὄνομα, χριστοὺς (χριστιανούς). Αντικατέστησε τὴν σαρκικὴ περιτομὴ μὲ τὴν ἀπόρριψη ὅλων τῶν σαρκικῶν καὶ ἐμπαθῶν φρονημάτων καὶ τὴν ἀναζωπύρωση κάθε ἔργου ἀγαθοῦ καὶ πράξης ἀγαθῆς, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν αἰώνια βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ «ὁ Ἄγγελος τῆς Μεγάλης Βουλῆς τοῦ Πατρός, Θεὸς ἰσχυρός, Ἐξουσιαστής, Ἄρχων τῆς εἰρήνης, Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», τὸν ὁποῖον δοξολογοῦμε καὶ λατρεύουμε στὴν Δεσποτικὴ Γιορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ.[21]

*****

Ἀπολυτίκιον Τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ (1 Ἰανουαρίου) (Ἦχος Α΄)

Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ’ οὐσίαν πολυεύσπλαγχνε Κύριε, καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ἵνα παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνία σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.

____________

[1] Σύμφωνα μὲ τὸν ἀείμνηστο λειτουργιολόγο καθηγητὴ Ἰωάννη Φουντούλη ἡ Γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων εἰσήχθηκε πρῶτα στὴ Ρώμη τὸ 330 καὶ ἔπειτα στὴν Ἀνατολὴ τὸ 376. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὸν «Λόγον του εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος» τῆς 25ης Δεκεμβρίου τοῦ 386, ἀναφέρει ὅτι μόλις 10 χρόνια πρὶν εἶχε εἰσαχθεῖ ἡ Γιορτὴ αὐτὴ στὸ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.