Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Δεκεμβρίου 2023, ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 35-43)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς ­῾Ιεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀ­­­­κού­σας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ­ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ­ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζω­ραῖος ­παρέρχεται. καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με· σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ­ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

 

Η ΠΑΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

«Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»

Ὁ τυφλὸς ζητιάνος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τὰ κατάφερε! Πάλεψε καὶ νίκησε! Μὲ τὶς ἐνοχλητικὲς ἴσως κραυγές του, μὲ τὴν ἄκαμπτη ἐπιμονή του, παρὰ τὶς ἐπιπλήξεις τῶν παρευρισκομένων, ξεπέρασε τὰ ἐμπόδια καὶ πλησίασε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅταν περιόδευε στὴν Ἱεριχώ. Τὸν ἱκέτευσε νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημά του, εἵλκυσε δὲ τὸ ἔλεος τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ καὶ κέρδισε τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τῶν ὀφθαλμῶν του. Τὸ πηχτὸ σκοτάδι του ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ πλημμύρα φωτός!

Νίκησε ἡ ἠχηρὴ κραυγή του! Μᾶς διδάσκει δὲ μὲ τὸ παράδειγμά του ὅτι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ ἐκφράζουμε τὰ αἰτήματά μας πρὸς τὸν Θεὸ μὲ θερμότητα καὶ ἐπιμονὴ κατὰ τὴν ἱερὴ ὥρα τῆς προσευχῆς.

1. Ἡ κραυγὴ τῆς ψυχῆς

Ἡ ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ ζητιάνου ἦταν μιὰ κραυγὴ τῆς πονεμένης ψυχῆς του. Κάνουν ἐντύπωση τὰ δύο ρήματα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς γιὰ νὰ περιγράψει τὴν ἔντασή της: «ἐβόησε» καὶ κατόπιν «ἔκραζε». Δηλαδή, μὲ ἰσχυρὴ φωνὴ κραύγαζε ὁ ταλαίπωρος· μὲ βοὴ ποὺ ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του.

Ἐκεῖ ἄλλωστε φαίνεται ἡ θερμότητα τῆς προσ­ευχῆς· στὴν ἔνταση τῆς καρδιᾶς κι ὄχι στὴ δύναμη τῆς φωνῆς. Ἂς θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἀποδοκίμασε τοὺς Φαρισαίους, ποὺ ἔκαναν μεγαλόφωνες προσευχές, χωρὶς ὅμως τὴν ἀπαραίτητη συναίσθηση. Ἀντίθετα, ὅταν ὁ Μωυσῆς ἔφθασε μὲ τοὺς Ἰσραηλίτες στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ εἶδε τοὺς Αἰγύπτιους νὰ πλησιάζουν, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ χωρὶς νὰ βγαίνει οὔτε λέξη οὔτε ψίθυρος ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Τί βοᾷς πρός με;» (Ἐξ. ιδ΄ 15). Γιατί φωνάζεις σ᾿ Ἐμένα; Σὲ ἀκούω, παρόλο ποὺ δὲν μιλᾶς. Διότι τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ καρδιὰ τοῦ Μωυσέως φλεγόταν.

Προσευχὴ λοιπὸν δὲν εἶναι ἡ νωθρὴ ἀπαρίθμηση αἰτημάτων στὸν Θεό, ἀλλὰ τὸ ξεχείλισμα τῆς πυρωμένης καρδιᾶς. «Οὐδὲν προσευχῆς δυνατώτερον πεπυρωμένης καὶ γνησίας» (PG 51, 320), ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Δηλαδή, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ μιὰ φλογερὴ προσευχή. Ἀκόμη κι ὅταν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἔχουν καμφθεῖ ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ τὰ ἀδιέξοδα, τὸ δὲ στόμα δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀρθρώσει οὔτε λέξη, ὁ Κύριος ἀκούει, ἀφουγκράζεται τὴν καρδιά, ἡ ὁποία κραυγάζει τὴ στιγμὴ ἐκείνη μὲ τοὺς σιωπηλοὺς ἀναστενα­γμούς της: βοᾶ «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η΄ 26).

2. Μέχρι τὴν τελικὴ νίκη

Κατὰ τὴν ἱερὴ ὥρα τῆς προσευχῆς, βέ­βαια, συναντοῦμε κάποτε καὶ ἐμπόδια. Ἴσως αὐτὰ νὰ εἶναι κάποιοι λογισμοὶ ἀμφιβολίας καὶ ἀπελπισίας ποὺ μᾶς ὑ­ποβάλλει ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς: «Δὲν σὲ ἀκούει ὁ Θεός. Ἀδιαφορεῖ. Δὲν ἀξίζεις τὸ ἔλεός του. Σταμάτα νὰ ζητεῖς. Δὲν πρόκειται νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ θέλεις». Ἄλλοτε, πάλι, μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ σωματική μας κόπωση ἀπὸ τὶς ὑποχρεώσεις τῆς ἡμέρας. Ἡ ἀδυναμία τοῦ σώματος νὰ σταθεῖ ὄρθιο, τὰ μάτια ποὺ κλείνουν ἀπὸ τὸν κόπο, μᾶς παροτρύνουν νὰ ἀναβάλουμε τὴν προσευχή μας γιὰ κάποια ἄλλη στιγμή. Μήπως κι ὁ τυφλὸς τῆς Ἱεριχὼ δὲν συνάντησε ἐμπόδια στὴν προσπάθειά του νὰ ἐκφράσει τὴ φλογερὴ ἱκεσία του στὸν Κύριο; Οἱ παρευρισκόμενοι τοῦ ζήτησαν νὰ σιωπήσει, θεωρώντας ὅτι εἶναι ἀγενὲς ἕνας ζητιάνος νὰ ἀπασχολεῖ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅσο ὅμως ἐκεῖνοι τὸν ἐμπόδιζαν, τόσο ὁ τυφλὸς κραύγαζε μέ μεγαλύτερη ἔνταση.

Ἐδῶ λοιπὸν εἶναι τὸ κρίσιμο σημεῖο. Ὅταν τὰ ἐμπόδια πληθαίνουν καὶ μᾶς προτρέπουν νὰ ἀφήσουμε τὴν προσευχή μας, νὰ σιωπήσουμε, τότε πρέπει νὰ καταβάλλουμε ὅσες δυνάμεις ἔχουν ἀπομείνει στὴν ψυχή μας, νὰ παλεύουμε· καὶ μὲ ἐπιμονή, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπουμε τὴν ἱκεσία μας, μὲ περισσότερη ἔνταση νὰ κραυγάζουμε στὸν πανάγαθο Κύριό μας. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους ­περισσότερο τότε θὰ ἀκούει τὴν κραυ­γὴ τῆς ψυχῆς μας καὶ θὰ μᾶς ἐλεεῖ. Μᾶς τὸ ἔχει ὑποσχεθεῖ ἄλλωστε: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ζ΄ 7). Μὴν πάψετε δηλαδὴ νὰ ζητεῖτε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ κρούετε τὴ θύρα τοῦ ἐλέους του, μέχρι νὰ ἀνοιχθεῖ ἡ θύρα καὶ νὰ ἐκπληρώσει ὁ Θεὸς τὸ αἴτημά σας.

Εἶναι πάλη ἡ προσευχή. Μία ἐναγώνια πάλη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πασχίζει νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεό, τὸν Δημιουργό του· νὰ Τοῦ ἐκφράσει ἄλλοτε τὸν πόνο του κι ἄλλοτε τὴ χαρά του. Κι ὅταν ἡ προσευχὴ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μὲ θερμότητα καὶ ἐπιμονή, τότε Ἐκεῖνος κάμπτει τὸ πλούσιο ἔλεός του. Τότε ἀνοίγουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ βλέπει τὸν Θεὸ νὰ ἐνεργεῖ στὴ ζωή του, νὰ συμπορεύεται στὸν δρόμο του.