Εἶπε δὲ ὁ Θεός: Ἄφρον (Λουκ. ιβ΄16-21)

α. Ἂν ἡ προηγουμένη Κυριακὴ πρόβαλε ὡς πρότυπο ζωῆς πρὸς ἔνταξη στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὸν εὔσπλαχνο Σαμαρείτη, τὸν ἀνιδιοτελῆ ἄνθρωπο τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, ἡ σημερινὴ Κυριακὴ προβάλλει τὸ ἀρνητικὸ κακέκτυπο: τὸν ἄφρονα πλούσιο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἡ μόνη ἔγνοια του ἦταν πῶς νὰ ἔχει καὶ νὰ κατέχει τὰ ὑλικά του ἀγαθά, πῶς νὰ αὐξάνει τὰ γεννήματά του, σὲ βαθμὸ τέτοιο, ποὺ τελικῶς νὰ δυστυχεῖ μέσα στὴν ὑποτιθέμενη «εὐτυχία» του: ἡ καρποφορία τῶν χωραφιῶν του τὸν κάνει νὰ γεμίζει ἀπὸ ἄγχος καὶ στενοχώρια. Μέχρις ὅτου ἐμφανίζεται ἀπὸ τὸ «πουθενὰ» ὁ παράγων Θεός, γιὰ νὰ βάλει τέλος στοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὶς λύσεις του: «σήμερα θὰ πεθάνεις! Ζητᾶνε τὴν ψυχή σου!» Κι ὁ θάνατος ἔρχεται ὡς τὸ ὅριο ποὺ φωτίζει τὴν ποιότητα τῆς ὅλης προγενέστερης ζωῆς του, ποὺ τοῦ ἀνοίγει τὰ μάτια γιὰ νὰ δεῖ ὅτι τελικῶς ὅλα τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν ἦταν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μία ἀνοησία. «Εἶπε δὲ ὁ Θεός: Ἄφρων!»

β. 1. Δὲν πρόκειται γιὰ ἐκτίμηση καὶ ἀξιολόγηση ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀμφισβητήσει τὸ περιεχόμενό της. Ποιὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κατέχει τὸ ἀλάθητο; «Ὁ νόμος τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ εἶναι ἡ πλάνη» σημειώνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Οὔτε πρόκειται γιὰ μία κρίση, ποὺ μπορεῖ νὰ κινεῖται στὸ ἐπίπεδο τῆς κατάκρισης, καρποῦ ζηλοφθονίας καὶ ἐμπάθειας. Μία τέτοια ἐμπαθὴς κρίση δὲν ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, διότι ὑφαρπάζει δικαίωμα ποὺ ἀνήκει μόνον σ’ Ἐκεῖνον. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸ ἐπισημαίνει: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε». «Ἐὰν δὲ κάποιος χαρακτηρίσει τὸν ἀδελφό του «ἀνόητο» εἶναι ἔνοχος ἐνώπιον τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ».

Ἐδῶ, στὸ περιστατικὸ ποὺ περιγράφει ὁ Κύριος γιὰ τὸν πλούσιο, ἔχουμε τὴν κρίση τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, δηλαδὴ Ἐκείνου ποὺ ἡ κρίση Του εἶναι ἀπολύτως δίκαιη, διότι «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τὰ πάντα ἐνώπιόν Του», συνεπῶς ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ δεῖ κι αὐτὸς τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐπιλογῶν καὶ τῶν συμπεριφορῶν τῆς ζωῆς του. Κι εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ κρίση, διότι πηγάζει ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ ἡ ἀγάπη Του πρὸς τὰ πλάσματά Του εἶναι ἄπειρη καὶ συνεπῶς ἔχει πάντοτε γνήσιο ἐνδιαφέρον γι’ αὐτά. Μόνον ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ μπορεῖ καὶ νὰ κρίνει ὀρθά, πέρα ἀπὸ στρεβλώσεις τῶν ἐμπαθῶν κινημάτων τῆς καρδιᾶς του. Ὅπως τὸ λέει καὶ πάλι ὁ Κύριος: «Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Καὶ δικαία κρίση εἶναι αὐτὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ. Ἡ ἄπειρη ἀγάπη λοιπὸν τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύει καὶ τὴν ἀληθινότητα τῆς κρίσεώς Του.

2. Κι ἀκόμη περισσότερο: ἡ κρίση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως φαίνεται στὸ περιστατικὸ τῆς παραβολῆς, ἠχεῖ πολὺ πένθιμα, σὰν καμπάνα ποὺ σημαίνει τὸν θάνατο κάποιου, διότι ὄχι μόνον εἶναι ἀληθινή, ἀλλὰ καὶ τελεσίδικη καὶ ἀμετάκλητη: λέγεται τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλο περιθώριο ἀλλαγῆς του. Ὁ θάνατος συνιστᾶ τὸ ἀπόλυτο ὅριο, μετὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς κρίνεται γιὰ ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς του, γιὰ ὅ,τι ἔπραξε, γιὰ ὅ,τι εἶπε, γιὰ ὅ,τι σκέφτηκε ἀκόμη. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, καὶ μετὰ τοῦτο κρίσις» κατὰ τὸν ἀπόστολο. Ὅ,τι διάφορες φιλοσοφίες καὶ θρησκεῖες ἔχουν διδάξει περὶ μεταλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου, περὶ μετενσάρκωσης ἢ μετεμψύχωσής του σὲ ἄλλες καταστάσεις, μέσα στὸν κόσμο τοῦτο, ἀποτελοῦν φληναφήματα καὶ ἀνοησίες, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν σκοτισμένο λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀλήθεια ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος εἶναι κρυστάλλινη: ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν θάνατό του κρίνεται ἀπὸ τὸν Θεό, κατὰ μερικὸ πρῶτα τρόπο, λόγω τῆς συνέχειας μόνο τῆς ψυχῆς του, κι ἔπειτα, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, θὰ κριθεῖ καὶ γενικά, διότι τότε μὲ τὴν Παρουσία αὐτὴ τοῦ Κυρίου θὰ ἀναστηθεῖ καὶ τὸ σῶμα του, ὥστε ἑνωμένο μὲ τὴν ψυχὴ νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματός Του. Ἡ γενικὴ αὐτὴ ὅμως κρίση δὲν θὰ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν πρώτη. Ἁπλῶς θὰ εἶναι ἐπιτεταμένη, διότι θὰ συνυπάρχει μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Καὶ βεβαίως ἡ κρίση αὐτὴ ὁδηγεῖ εἴτε στὴν αἰώνια ζωὴ εἴτε στὴν αἰώνια κόλαση, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πῶς «εἰσπράττει» ὁ ἄνθρωπος τὴ μία καὶ ἑνιαία ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους: εἴτε θετικά, ἂν φεύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἐν μετανοίᾳ εἴτε ἀρνητικά, ἂν φεύγει ἐναντιωμένος πρὸς τὸν Θεὸ ἢ μὲ ἀδιαφορία πρὸς Αὐτόν.

3. Ποιὰ ἦταν τὰ γνωρίσματα τῆς ζωῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποὺ ὁδήγησαν στὸν χαρακτηρισμό του ὡς ἄφρονος καὶ ἀνοήτου; Πότε συνεπῶς κάποιος ζεῖ ἀνόητα, κατὰ τὴν κρίση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ;

(α) Ὄχι ἀσφαλῶς ἐπειδὴ «εὐφόρησεν ἡ χώρα του». Ἡ εὐφορία αὐτὴ τῶν χωραφιῶν του ὑπῆρξε μία εὐλογία ποὺ τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ – δὲν φαίνεται νὰ κοπίασε γι’ αὐτὴν ὁ πλούσιος· ὁ Θεὸς ἁπλῶς ἐπέτρεψε νὰ συμβεῖ, προφανῶς γιὰ νὰ τοῦ δώσει εὐκαιρία νὰ ἀνοιχτεῖ στὸν συνάνθρωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος πῶς τὴν ἀντιμετώπισε; Μ’ ἕναν ἀπόλυτα ἐγωιστικὸ τρόπο. Πέντε «μου» τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας μετρᾶμε στὸν προβληματισμό του: «ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;..Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας…καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τὴ ψυχή μου». Τὰ πάντα περιστρέφονται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει ἴχνος προβληματισμοῦ γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε συνάνθρωπό του, ἔστω καὶ συγγενῆ του. Ἔτσι ἡ ἀφροσύνη του ἦταν ὁ ἐγωιστικὸς τρόπος σκέψεως καὶ ζωῆς του.

(β) Αὐτὸς ὁ ἐγωισμός του, ὡς νοσηρὴ στροφὴ μόνον στὸν ἑαυτό του, δὲν περιέχει ἴχνος ἀναφορᾶς καὶ πρὸς τὸν Θεό. Συνήθως, ἀκόμη καὶ σὲ ἀσχέτους πρὸς τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους, σὲ στιγμὲς εὐτυχίας τοὺς ἀκοῦμε καὶ ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ». Ἐδῶ, δὲν ὑπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογικὴ ἐνατένιση τοῦ Θεοῦ, γιὰ κάτι ποὺ ἐξώφθαλμα σχετιζόταν μ’ Ἐκεῖνον: εἴπαμε ὅτι ἡ εὐφορία τῆς γῆς του δὲν εἶχε νὰ κάνει μὲ καμία ἀπὸ τὶς δικές του προσπάθειες. Ἦταν μία δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἡ ἀφροσύνη του δὲν ἔχει ἀποκλείσει μόνον τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸν χορηγό τοῦ πλούτου του. Κι εἶναι τοῦτο πράγματι ποὺ ἐπισημαίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστιν Θεός». Μπορεῖ θεωρητικὰ νὰ μὴν ἀκούγεται στὴν παραβολὴ ἡ ἀθεΐα τοῦ πλουσίου, διαπρυσίως ὅμως καταγγέλλεται αὐτὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς ζωῆς του. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ καθοριστικό.

(γ) Ἡ διαγραφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου ὅμως φέρνει ἄγχος. Ἀντὶ ὁ πλουτισμὸς νὰ τοῦ δίνει χαρὰ – ὡς εὐκαιρία, εἴπαμε, προσφορᾶς χαρᾶς σὲ ἄλλους – τοῦ προσθέτει θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἀλλὰ πάντοτε αὐτὸ εἶναι τὸ τίμημα τοῦ ἐπιλέγοντος τὸν ἐγωιστικό, δηλαδὴ τὸν ἁμαρτωλό, τρόπο ζωῆς. Τὸ σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «θλίψις καὶ στενοχωρία παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ κακόν». Ὁ ἄφρων πλούσιος, δηλαδή, ἤδη ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ζοῦσε μὲ στοιχεῖα κόλασης. Ἡ πορεία του ἦταν προδιαγεγραμμένη, ἐφόσον δὲν ἔδειχνε σημεῖα μετάνοιας. Κι ἐπιπλέον: τὸ ἄγχος του γιὰ τὸ «ἔχει» του, σὰν τοῦ «ἔκλεβε» καὶ τὸ μυαλό του: τὸν ἔκανε νὰ ἀδυνατεῖ νὰ σκεφτεῖ τὸ αὐτονόητο, ὅτι δηλαδὴ τὰ γεννήματά του, κλεισμένα σὲ ἀποθῆκες, θὰ σάπιζαν. Συνήθως ὁ ἐγωιστὴς ἄνθρωπος χάνει καὶ τὴν ὅποια «ἐξυπνάδα» του.

(δ) Ἡ ἀφροσύνη του ὅμως ἔγκειται καὶ στὴν ψευδαίσθηση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ὁ πλούσιος δὲν ἐλάμβανε ὑπόψη του τὸ πιὸ βέβαιο γεγονὸς τῆς ζωῆς: τὴν ὕπαρξη τοῦ θανάτου. Ὁ προβληματισμός του, βλέπουμε, κινεῖται σὲ ἐπίπεδο σχεδὸν «αἰωνιότητας» γι’ αὐτὸν τῆς παρούσας ζωῆς. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Πράγματι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι κυριολεκτικὰ «πετάει στὰ σύννεφα». Τὸ φαντασιακὸ ἐπίπεδο εἶναι ὁ χῶρος τῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ «προσγείωση» ἔρχεται τόσο ἀπότομα καὶ «ἀνώμαλα» γι’ αὐτόν.

4. Τὰ κύρια αὐτὰ στοιχεῖα τῆς ἀφροσύνης τοῦ πλουσίου, ποὺ ὁδηγοῦν, ὅπως εἴπαμε, σ’ ἕνα τέλος τραγικὸ – ὄχι μόνον ἔρχεται ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἔρχεται μὲ μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων πρὸς τὸν Θεό: «τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ», ἄρα δείχνουν καὶ τὴν αἰώνια συνέχεια ἐκτὸς Θεοῦ – μᾶς ὁδηγοῦν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου στὴν ἐπισήμανση τῶν στοιχείων ποὺ ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μποροῦν νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς ἐμφροσύνη καὶ σωφροσύνη. Πρόκειται γιὰ τὸν «πλουτισμὸν κατὰ Θεόν», ποὺ λέει ὁ Κύριος στὴν κατακλείδα τῆς παραβολῆς, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἔχει νὰ βρίσκεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ χαίρεται ἀενάως τὴ χαρὰ τῆς παρουσίας Του. Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὥστε στὸ τέλος του νὰ ἀκούσει μὲ χαρὰ ὅτι εὐαρέστησε τὸν Θεό; Μά, ἀσφαλῶς, πρῶτον, νὰ στέκεται καλὰ ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του, δηλαδὴ μὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον, ἔστω κι ἂν τοῦτο μπορεῖ νὰ σημαίνει καὶ θυσία γι’ αὐτόν. Τὸ παράδειγμα τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, ὅπως εἴπαμε, συνιστᾶ καθοδηγητικὸ στοιχεῖο ἐπ’ αὐτοῦ. Δεύτερον, νὰ πιστεύει καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν σώφρονα ἄνθρωπο, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀμελητέα ἢ ἀνύπαρκτη κατάσταση, ἀλλὰ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του. Προτεραιότητά του συνεπῶς εἶναι τὸ πῶς θὰ θεμελιώνει ἀδιάκοπα τὴ ζωή του, τὶς σκέψεις του, τὰ λόγια του, τὴ συμπεριφορά του, στὸ θέλημα Ἐκείνου. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νιώθει ὡς τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα του. Ὁ σώφρων ἄνθρωπος, ἔτσι, τρίτον, δὲν ζεῖ μὲ ἄγχη καὶ ἀνασφάλειες, ἀλλὰ ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ βραβεύει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Καὶ βεβαίως, τέλος, ὁ σώφρων, στὸν ὁποῖο εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, ἔχει συναίσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ τῆς φθαρτότητάς του. «Καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκει», ὅπως λέει καὶ ὁ ἀπόστολος, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν τρέμει τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὸν προσδοκᾶ μὲ χαρά, γνωρίζοντας ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ παραλάβει τὴν ψυχή του καὶ ὄχι κάποιοι ποὺ τὸ μόνο ποὺ ἐπιζητοῦν εἶναι ἡ δυστυχία του.

γ. Τί ἄραγε ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀκούσουμε καὶ ἐμεῖς στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας ὡς κριτικὴ γι’ αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θεό; «Ἄφρων» ἢ «σώφρων καὶ ἔμφρων;» Τὸ ἐρώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἢ πλουτίζουμε κατὰ Θεόν; Κι εἶναι τοῦτο ἡ καθημερινὴ καὶ ἀδιάκοπη πρόκληση ἐπιλογῆς μας σὲ κάθε κίνηση τῆς ὕπαρξής μας. Στὴ μία περίπτωση, τὸ κέντρο βάρους εἶναι ὁ κόσμος μὲ τὴ φθαρτότητά του καὶ τὴ διαρκῆ ταραχή του, ὑπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου, τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου. Στὴν ἄλλη, τὸ κέντρο βάρους εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τὸ ἅγιο θέλημά Του, μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὴ δόξα ποὺ συνοδεύουν τὴν παρουσία Του. Ὁ Χριστιανὸς βεβαίως δὲν προβληματίζεται: ἐπιλέγει πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπιλέγει δηλαδὴ ὄχι μόνον τὸ αἰώνιο, ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου τούτου ἀληθινὸ συμφέρον του.